- φωτοενεργητικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις επιδράσεις που ασκεί το φως2. φρ. «φωτοενεργητικά φαινόμενα»βιολ. τα αποτελέσματα και ο ρόλος τής ηλιακής ακτινοβολίας ως πηγής ενέργειας για τους έμβιους οργανισμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photoenergetic].
Dictionary of Greek. 2013.